φαγοπότι — το, Ν 1. το να τρώει και να πίνει κανείς συγχρόνως 2. συνεκδ. ευωχία, γλέντι, ξεφάντωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + ποτό ως υποκορ. ενός αμάρτυρου *φαγόποτον] … Dictionary of Greek
φαγοποτούρα — και φαγοπιοτούρα, η, Ν (μεγεθ·) φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγοπότι + μεγεθ. κατάλ. ούρα (πρβλ. ελληνικ ούρα)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
άρτζι-μπούρτζι — και άρτσι βούρτσι (Μ ἀρτζηβούριον και ἀρτσιβούριν) 1. η εβδομάδα του Τελώνου και Φαρισαίου, κατά την οποία καταλύεται η νηστεία την Τετάρτη και την Παρασκευή (ενώ οι Αρμένιοι νηστεύουν όλες τις ημέρες της εβδομάδας) 2. φαγοπότι Ω νεοελλ. επίρρ.… … Dictionary of Greek
δαίτη — δαίτη, η (Α) Ι. 1. η δαις 2. (για θεωρία) η βορά II. επίρρ. δαίτηθεν από τραπέζι, γυρίζοντας από φαγοπότι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δαις* που προήλθε από το ρ. δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ) + (επίθημα) * tā] … Dictionary of Greek
ευωχία — η (ΑΜ εὐωχία) [ευωχούμαι] 1. ευθυμία σε συμπόσιο 2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι μσν. χαρούμενη πανήγυρη, εορτή αρχ. αφθονία τροφίμων … Dictionary of Greek
ζέφκι — και ζεύκι, το 1. διασκέδαση, φαγοπότι 2. (ως επίρρ.) φρ. «τήν περνάω ζέφκι» περνάω ωραία, διασκεδάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zevk] … Dictionary of Greek
ζιαφέτι — το συμπόσιο, ευωχία, φαγοπότι, γλέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ziyafet] … Dictionary of Greek
οινοφαγία — οἰνοφαγία, ἡ (Α) το φαγοπότι, το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει κρασί («ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φαγία (< φάγος*), πρβλ. χορτο φαγία] … Dictionary of Greek